- ἐννεάσαν
- ἐννεάζωspend one's youth inaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννεάζω — ἐννεάζω (AM) [νεάζω] περνώ τη νεότητα («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῡ περιπάτου δογμάτων», Συν.) αρχ. (για ρόδο) ανθώ («ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek